Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

πιο κοντινός

См. также в других словарях:

  • κοντινός, -ή — ό επίρρ. ά 1. γειτονικός, διπλανός: Τα χωριά τους είναι κοντινά. 2. σύντομος: Από το μέρος αυτό ο δρόμος είναι πιο κοντινός. 3. προσεχής: Θα είναι πολύ κοντινός ο γάμος της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοντινός — ή, ό 1. αυτός που βρίσκεται κοντά, σε μικρή απόσταση, γειτονικός, διπλανός («έβαλαν φωτιά στο κοντινό δάσος») 2. σύντομος («από το μονοπάτι είναι πιο κοντινή η απόσταση») 3. προσεχής, επικείμενος 4. αυτός με τον οποίο έχει κάποιος στενές σχέσεις …   Dictionary of Greek

  • Λακάγ, Νικολά Λουί ντε- — (Nicolas Luis de Lacaille, Ριμινί 1713 – Παρίσι 1762). Γάλλος αστρονόμος. Ανατράφηκε σε μια εύπορη οικογένεια με προοδευτικές αντιλήψεις, ενώ διατηρούσε στενή φιλική σχέση με τον κορυφαίο την εποχή εκείνη αστρολόγο Ζακ Κασίνι, που εργαζόταν στο… …   Dictionary of Greek

  • αλπική ορεογένεση — Η ιστορία της εξέλιξης της Γης χαρακτηρίζεται από βίαιες εκδηλώσεις, που οφείλονται σε διάφορες αιτίες και έχουν επαναληφθεί σε διάφορες περιόδους. Κατά τη διάρκεια των εκδηλώσεων αυτών ο φλοιός της Γης παραμορφώθηκε έντονα, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • πρόξιμος — ὁ, ΝΜ εκκλ. αξιωματούχος με κύριο καθήκον τη μέριμνα για τις κωδωνοκρουσίες τών ναών μσν. 1. έγγιστος*, πρώτος γραμματέας υψηλού αξιωματούχου 2. δευτερεύων, δεύτερος κατά την τάξη αξιωματικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. proximus «ο πιο κοντινός»] …   Dictionary of Greek

  • φόβος — I Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Άρη και της Αφροδίτης, αδελφός του Δείμου, με τον οποίο πάντα εμφανίζεται ως προσωποποίηση του τρόμου. Πολεμούσαν στο πλευρό του Άρη, ως συνοδοί και υπηρέτες του. Κοντά στο αρχείο των εφόρων, οι Σπαρτιάτες είχαν… …   Dictionary of Greek

  • φόβος — ο 1. το συναίσθημα του κινδύνου, συναίσθημα ανησυχίας εξαιτίας κινδύνου, δέος, τρόμος, τρομάρα, πανικός: Ο σεισμός προκαλεί φόβο. 2. ως κύρ. όν., Φόβος ο ένας από τους δύο δορυφόρους του πλανήτη Άρη, αυτός που είναι και ο πιο κοντινός σ αυτόν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • αστεροειδείς ή μικροί πλανήτες — Ουράνια σώματα που ανήκουν στο ηλιακό πλανητικό μας σύστημα. Παρουσιάζουν τα ίδια χαρακτηριστικά με τους πλανήτες, αλλά επειδή οι διαστάσεις τους είναι πολύ μικρότερες και προπάντων επειδή η λαμπρότητά τους είναι αμυδρή, η παρατήρηση και η μελέτη …   Dictionary of Greek

  • γείτονας — ο (θηλ. ισσα, η) (AM γειτων, ο, η) 1. αυτός που κατοικεί ή βρίσκεται κοντά σε κάποιον άλλο 2. φρ. «πρώτα το γείτονα και μετά τον αδερφό» (γιατί μερικές φορές οι γείτονες προστρέχουν να μας βοηθήσουν πιο αποτελεσματικά κι απ τους συγγενείς) β.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»